καρχαρόδων

καρχαρόδων
καρχαρόδων
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρχαρόδων — (Α καρχαρόδων, ό, ή) καρχαρόδους* νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο καρχαρόδων ζωολ. γένος σελαχοειδών ιχθύων τής τάξης τών λαμνιμόρφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + ὀδών «δόντι»] …   Dictionary of Greek

  • καρχαρόδον — καρχαρόδων masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργιόδους — ἀργιόδους κ. ἀργιόδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι * + οδους < οδούς ( όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι * + οδων < οδών, ( όντος) (πρβλ. καρχαρόδων …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • ισουρίδες ή λαμνίδες — (isuridαe ή lαmnidαe). Οικογένεια ψαριών της τάξης των πλευροτρηματικών, της ομοταξίας των χονδριχθύων. Πρόκειται για καρχαρίες με μήκος από 3 έως 12 μ., που ζουν στα πελάγη και ιδιαίτερα στις θάλασσες των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • καρχαροδόντων — καρχαρόδους with saw like teeth gen pl καρχαρόδων masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρόδοντα — καρχαρόδους with saw like teeth neut nom/voc/acc pl καρχαρόδους with saw like teeth masc/fem acc sg καρχαρόδων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρόδοντας — καρχαρόδους with saw like teeth masc/fem acc pl καρχαρόδων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρόδοντε — καρχαρόδους with saw like teeth nom/voc/acc dual καρχαρόδων masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρόδοντες — καρχαρόδους with saw like teeth masc/fem nom/voc pl καρχαρόδων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”